εκμύζηση

εκμύζηση
η (AM ἐκμύζησις)
βύζαγμα, πιπίλισμα
νεοελλ.
μτφ. απομύζηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐκμυζήσῃ — ἐκμυζήσηι , ἐκμύζησις sucking out fem dat sg (epic) ἐκμυζάω suck out aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐκμυζάω suck out aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐκμυζάω suck out fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐκμυζάω suck out aor subj mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκμυζητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην εκμύζηση 2. ο κατάλληλος για εκμύζηση …   Dictionary of Greek

  • εκμυελισμός — ἐκμυελισμός, ο (Μ) εκμύζηση τού μυελού …   Dictionary of Greek

  • εκμυζηθμός — ἐκμυζηθμός, ο (Α) εκμύζηση, απομύζηση …   Dictionary of Greek

  • εφελκυσμός — Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του σώματος τοποθετείται υπό έκταση, για να ευθυγραμμιστούν δύο γειτονικές δομές ή να συγκρατηθούν στη θέση τους. * * * ο (ΑΜ ἐφελκυσμός) [εφελκύω] έλξη, προσέλκυση, τράβηγμα νεοελλ. (μηχανολ.) τρόπος καταπόνησης… …   Dictionary of Greek

  • πεντατομίδες — (Pentatomides). Οικογένεια εντόμων που, όταν ενοχληθούν, αφήνουν μια έντονη και άσχημη μυρωδιά, εξαιτίας της οποίας ονομάζονται και βρομούσες. Το σώμα τους μοιάζει με ασπίδα και, ανάμεσα στα φτερά τους, έχουν ένα πλατύ και τριγωνικό τμήμα, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”